εκδρομισμός

εκδρομισμός
ο
δραστηριοποίηση για τη διοργάνωση ομαδικών εκδρομών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκδρομισμός — ο 1. η κίνηση για τη δημιουργία ομαδικών εκδρομών. 2. το να κάνει κανείς εκδρομές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”